ρευστοποίηση

ρευστοποίηση
Φυσικοχημικό φαινόμενο διά του οποίου επιτυγχάνουμε, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, τον μετασχηματισμό ενός κολλοειδούς συστήματος (*κολλοειδή) από την κατάσταση «ζελ» (gel) στην κατάσταση «σολ» (sol). Ως φαινόμενο, η ρ. μπορεί να θεωρηθεί το αντίθετο της πήξης· επαληθεύεται πάντοτε όταν ένα «ζελ» έρχεται σε επαφή με κατάλληλες ουσίες που λέγονται ρευστοποιητικοί παράγοντες. Αν σε ένα «ζελ» προσθέσουμε μερικές ποσότητες οξέων ή βάσεων, δηλαδή ιόντα H+ και OH-, αυτά απορροφώνται πολύ ισχυρά από τα σωματίδια του «ζελ», τα οποία και φορτίζονται, ανάλογα, θετικά ή αρνητικά. Τα σωματίδια με το φορτίο αυτό θα απωθηθούν μεταξύ τους και θα δώσουν ένα κολλοειδές διάλυμα περισσότερο ή λιγότερο σταθερό. Το φαινόμενο αυτό, που έχει μεγάλο βιομηχανικό ενδιαφέρον, αποδίδεται βασικά σε μια άπωση ηλεκτροστατικής μορφής.
* * *
η, Ν
1. (οικον.) μετατροπή τών περιουσιακών στοιχείων σε μετρητά
2. (χημ. τεχνολ.) διεργασία η οποία συνίσταται στη δημιουργία ενός πυκνού αιωρήματος ορισμένου υλικού με διασπορά τών τεμαχιδίων του σε ένα ρεύμα ανερχόμενου ρευστού, διά μέσου τής οποίας επιτυγχάνεται η βελτίωση τών χαρακτηριστικών μεταφοράς ανάμεσα στο ρευστό και στα τεμαχίδια τού υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. ρευστοποίησις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… …   Dictionary of Greek

  • ρευστοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. μετατρέπω ένα σώμα σε ρευστό από στερεό ή αέριο. 2. (συνηθέστ. μτφ.) μεταβάλλω ακίνητη περιουσία σε κινητή, σε χρήμα: Έχει αρχίσει να ρευστοποιεί την περιουσία του. Ουσ. ρευστοποίηση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαργύρωση — η [εξαργυρώνω] μετατροπή ακινήτων ή τίτλων σε χρήμα, εκποίηση, ρευστοποίηση («εξαργύρωση επιταγής, ομολογίας, λαχείου» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • λειώσιμο — το [λειώνω] τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση 2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα 3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα …   Dictionary of Greek

  • λικιντάρισμα — το [λικιντάρω] (διαλ.) ρευστοποίηση κινητών αξιών ή ακίνητης περιουσίας, εξαργύρωση …   Dictionary of Greek

  • παλιγγένεση — η γεωλ. φαινόμενο κατά το οποίο, αν πραγματοποιηθεί τέλεια ή σχεδόν τέλεια ρευστοποίηση ενός πετρώματος, από την κρυστάλλωση τού ρευστοποιημένου υλικού δημιουργείται ένα νέο πέτρωμα, αλλ. διαφορική ανάτηξη …   Dictionary of Greek

  • πλειστηριασμός — ο, ΝΑ [πλειστηριάζω] νεοελλ. 1. η πώληση πραγματικής και προσωπικής περιουσίας μέσω δημόσιου ανοιχτού διαγωνισμού και, ειδικότερα, μέσα από μια διαδικασία η οποία συνίσταται σε μια διαδοχή αυξανόμενων προσφορών από τους δυνητικούς αγοραστές… …   Dictionary of Greek

  • πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και …   Dictionary of Greek

  • ρευστοποιήσιμος — η, ο, Ν [ρευστοποίηση] 1. (οικον.) αυτός που μπορεί να ρευστοποιηθεί 2. φρ. α) «ρευστοποιήσιμο ενεργητικό» (οικον.) το σύνολο τών στοιχείων τού κυκλοφοριακού ενεργητικού, που ο μετασχηματισμός του σε χρήμα αναμένεται να πραγματοποιηθεί στη… …   Dictionary of Greek

  • ρευστότητα — Στην οικονομία είναι η ιδιότητα που έχει ένα αγαθό να μετατρέπεται γρήγορα σε χρήμα* χωρίς να χάνει σημαντικό μέρος της αξίας του. Κατεξοχήν ρευστά αγαθά είναι π.χ. τα χαρτονομίσματα και οι τραπεζικές καταθέσεις όψης. Λιγότερο ρευστά είναι οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”